επιλαχών

επιλαχών
ούσα, όν
1):

πρώτος επιλαχών — следующий за первым, занявший второе место;

δεύτερος επιλαχών — занявший третье место;

2) потерпевший неудачу, поражение (на экзаменах, конкурсе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επιλαχών" в других словарях:

  • επιλαχών, -ούσα, -όν — 1. (για υποψήφιους σε εκλογές), καθένας από αυτούς που έχουν σειρά ύστερα από εκείνους που πέτυχαν: Από το συνδυασμό του κόμματός του ήρθε τρίτος επιλαχών. 2. (για όσους διαγωνίζονται για κατάληψη θέσης σε υπηρεσία ή σε ανώτατα ή ανώτερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιλαχών — ο βλ. επιλαγχάνω …   Dictionary of Greek

  • ἐπιλαχών — ἐπιλαγχάνω succeed aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιλαγχάνω — (AM ἐπιλαγχάνω) νεοελλ. (η μτχ. αορ. β’ ως επίθ.) επιλαχών, ούσα, όν αυτός που βρίσκεται μετά τον τελευταίο επιτυχόντα σε εξετάσεις ή εκλογές («πρώτος επιλαχών») αρχ. μσν. κληρώνομαι, πέφτω στο μερίδιο κάποιου («τό τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε...… …   Dictionary of Greek

  • εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»